Πώς νοείται εκκλησιοκεντρικά η ένταξη ΟΛΗΣ της ζωής μας στη ζωή της Εκκλησίας - Ενορίας και πνευματικά και κοινωνικά

Αποσπάσματα από το «ΕΝΟΡΙΑ - Η μεγάλη μας οικογένεια» του Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνού

Εις Κύριος, μία πίστις, μία ζωή, μία κοινωνία. Ο Χρι­στός μας δεν σώζει ατομικά και αυτόνομα τον καθένα, αλλά κοινωνικά - ομαδικά, ως μέλος ενός σώματος, μιας κοινωνίας, της κοινωνίας του σώματός Του. Χω­ρίς πλήρη και οργανική ένταξη στο σώμα δεν υπάρ­χει θέωση - σωτηρία.

Τούτο όμως σημαίνει προσφορά - παράθεση όλης της ζωής στον Χριστό («… πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα»). και της πνευματικής και της σωματικής - υλικής. Όλος ο άνθρωπος γίνε­ται δεκτός από τον Χριστό και όλη η ζωή του. Εντάσ­σεται ο πιστός στην εν Χριστώ κοινωνία με όλα τα προβλήματά του. Η Εκκλησία δεν τεμαχίζει τον άν­θρωπο σε ψυχή και σώμα, ώστε να διακρίνει και τα πνευματικά από τα υλικά.

Μια αντίληψη, συνεπώς, ότι είναι δυνατόν πνευματικά (κατά την ψυχή) να τροφο­δοτείται ο άνθρωπος από τον Χριστό, σωματικά δε και κοινωνικά να δηλητηριάζεται από την «αθεΐα» των πολιτικών και κοινωνικών συστημάτων του κό­σμου, είναι ορθόδοξα παντελώς αδιανόητη. Το δράμα της εκκλησιαστικής μας ζωής από την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους (1830) είναι, ότι η διακονία μας στην Ενορία περιορίσθηκε στα «πνευματικά» (λα­τρεία και μυστήρια), το δε ενδιαφέρον μας για τα «κοινωνικά» εντοπίσθηκε στη «φιλανθρωπία», με την τυποποιημένη μορφή της «ελεημοσύνης».

Πώς νοείται εκκλησιοκεντρικά η ένταξη ΟΛΗΣ της ζωής μας στη ζωή της Εκκλησίας - ενορίας, φαί­νεται στην Κ. Διαθήκη από την διακονία των «Επτά» (διακόνων - Πράξ. κεφ. 6), που ήταν μία μορφή «πο­λιτικής» (δηλαδή Κοινωνικής) διακονίας, και από τον θεσμό της «κοινοκτημοσύνης» (Πράξ. β’ και δ’) και των «λογιών» (συλλογή οικονομικής βοήθειας για τις πτωχότερες κοινότητες. Γαλ. 2, 10 - Α’ Κορ. 16, 2 ε. κ.λπ.), που όπως επεκτάθηκε στις χριστιανικές κοι­νότητες έδωσε στην Εκκλησία την μορφή μιας εν Χριστώ Κοινοπολιτείας, μιας οικουμενικής αυτοτε­λούς κοινωνίας της όλης ζωής.

Ο εθιμικός και κληρονομικός χριστιανισμός, που επιβλήθηκε με την πάροδο των αιώ­νων στη ζωή μας, είναι η αιτία της σημερινής ανωμά­λου καταστάσεως, όπου ο λόγος του Χριστού μας «γινώσκω τα εμά και γινώσκομαι υπό των εμών» (Ιω­άν. 10, 14) έχασε στην ενοριακή μας ζωή την σημα­σία του. Γι’ αυτό έμεινε το Μοναστήρι -θα πω και πάλι- εις τύπον της εκκλησίας - ενορίας, γιατί εκεί (όταν λειτουργεί μέσα στην παράδοση), σώζεται ο α­γώνας για κάθαρση και φωτισμό της καρδίας.

Η Ενορία, με την πνευματικότητα και κοινωνικό­τητά της, ως χώρος αναπλάσεως και ανακαινίσεως της όλης ζωής, επέζησε -παρόλες τις μεταπτώσεις- σ’ όλη την διάρκεια του Βυζαντίου - Ρωμανίας και της Μεταβυζαντινής περιόδου. Αναγεννητικές πνευ­ματικές κινήσεις, όπως του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου († 1037), των Ησυχαστών (ιδ’ αι.), των Κολλυβάδων (ιη’ αι.) επαναπροσανατόλιζαν χριστοκεντρικά την πορεία της, ξαναφέρνοντας τον επίσκοπο -(πρεσβύτερο) ησυχαστή και θεραπευτή στη ζωή της εκκλησίας και θέτοντας την πνευματική ζωή (ως πο­ρεία θεώσεως) στο επίκεντρο των σκοπών της εκκλη­σιαστικής ζωής. Από το 1821 και εδώ, υπό την επί­δραση των δυτικοφρόνων διαφωτιστών και μάλιστα του Αδ. Κοραή, ο κληρικός θα εγκαταλείψει τον ησυχασμό, εγκλωβιζόμενος στον ευσεβισμό και την ηθι­κολογία.

Κατά την Δουλεία, στα πλαίσια της ενορίας ανα­πτύχθηκε ο κοινοτισμός και συνεχίσθηκε η παράδοση της κοινωνικής υπάρξεως της Ορθοδοξίας. Η κοινο­τική οργάνωση της υπόδουλης Ρωμηοσύνης δεν ήταν κάτι το νέο. Ήταν ο ορθόδοξος κοινοτισμός, με θεμέ­λια καθαρά πνευματικά και όχι ορθολογικά. Η Δου­λεία μάλιστα λειτούργησε σαν πρόκληση για την επι­στροφή στην πρωτοχριστιανική κοινότητα, με την σύσφιγξη των σχέσεων των Ρωμηών και ανάπτυξη της αδελφικότητας στη ζωή τους. Το 1835 ο Κ. Οικονόμος θα παρατηρήσει με παράπονο, ότι η νέα κουλτούρα της Ευρώπης παραμέρισε το «αδελφέ», ει­σάγοντας στη ζωή των Ρωμηών το φράγκικο «Κύριε»

Στην Δουλεία η Ενορία έκλεινε μέσα της όλη τη ζωή της Κοινότητας. Και οι συντεχνίες, με τους Α­γίους - Προστάτες τους, τον Ναό είχαν ως κέντρο και αφετηρία της δραστηριότητάς τους. Η Ενορία διακρατούσε την πνευματική ζωή, κατεύθυνε τον πνευμα­τικό αγώνα, οδηγούσε στην μετάνοια και στην συνα­δέλφωση, ιδιαίτερα κατά την Μ. Τεσσαρακοστή και το Πάσχα, με την αλληλοσυγχώρηση. Όλα τα κοινω­νικά γεγονότα είχαν ως κέντρο και αφετηρία την Θεία Ευχαριστία και τον Ναό. Δραστηριότητες της αγροτι­κής ζωής (σπορά, όργωμα, θέρισμα, συγκομιδή καρ­πών), η «ξέλαση» (συμπαράσταση στις γεωργικές δουλειές εκείνων που είχαν κάποια ανάγκη), η παι­δεία, με δάσκαλο κατά κανόνα τον Παπά - εφημέριο, τα ατομικά γεγονότα, που γίνονται και κοινωνικά (γέννηση, βάπτιση, γάμος, κηδεία), τα πανηγύρια στη μνήμη των Αγίων, σε συνδυασμό με εμποροπανηγύ­ρεις κ.τ.ό. Και πάνω απ’ όλα, ή καλύτερα μέσα σε ό­λα, ο Παπάς, Πνευματικός Πατέρας - Φίλος - Αδελ­φός - Σύμβουλος - Συμπαραστάτης.

Σχολιασμός


01: 2020-06-06 08:08:09

Σχόλιο στο Facebook: 10222980056238406_10223041106564626 Η ένωση αυτή σήμερα της Εκκλησίας και πολιτείας είναι ψεύτική, κάλπικη και αυτό που κυρίως εξυπηρετεί είναι να ασκείται έλεγχος από την πολιτεία σε αμιγώς εκκλησιαστικά θέματα, βλέπε προσφάτως τις παρεμβάσεις για τον κορονοιό καθώς και να φιμώνεται η Εκκλησία όταν οφείλει να ασκεί κριτική σε αντίχριστους και αντισυνταγματικούς νόμους που υιοθετεί η πολιτεία. Ο κληρικοί συχνά οδηγούνται στην ιεροσύνη και για τον μισθό ενώ η κυβέρνηση, η κρατική μηχανή, τους βλέπει αποκλειστικά ως υπαλλήλους και άρα υποχρεωμένους να υπακούνε σε ότι τους λένε.

02: 2020-06-06 08:16:31

Σχόλιο στο Facebook: 10222980056238406_10223041160565976 Από την άλλη ως ενορίτες χάσαμε τελείως το δικαίωμα να συμμετέχουμε στην εκλογή των κληρικών που θα υπηρετήσουν στο ναό που εκκλησιαζόμαστε. Και όχι μόνο αυτό αλλά στις περισσότερες ενορίες δεν συμμετέχουμε ενεργά στις δράσεις και στις σημαντικές αποφάσεις που παίρνει το εκκλησιαστικό συμβούλιο.