Διάκριση των μελών του σώματος της Εκκλησίας βάση της επιτελουμένης διακονίας και όχι της ταξικής τους διαφοροποίησης

Αποσπάσματα από το «ΕΝΟΡΙΑ - Η μεγάλη μας οικογένεια» του Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνού

Όλοι οι μετέχοντες στο σώμα του Χριστού πιστοί, κλήρος και λαός, είναι μέ­σα στο «σώμα», ποτέ πάνω από το σώμα. Γι’ αυτό κά­θε έννοια «υπερεπισκόπου» (Πάπα) ή ακόμη «δεσποτισμού» δεν μπορεί να ανήκει στη ζωή της Εκκλη­σίας.

Εἰκών ἐστι τοῦ Θεοῦ ἡ ἁγία Ἐκκλησία, ὡς τήν αὐτήν τῶ Θεῶ περί τούς πιστούς ἐνεργοῦσα ἕνωσιν, κἄν διάφοροι τοῖς ἰδιώμασι καί ἐκ διαφόρων καί τόπων καί τρόπων οἱ κατ’ αὐτήν διά τῆς πίστεως ἐνοποιούμενοι τύχωσιν ὄντες» (PG 91,668) - Αγ. Μάξιμος ο ομολογητής

Αυτή η Χριστοκεντρική ενότητα συνέχει την τοπική εκκλησιαστική κοινότητα αρχικά στην μία επισκοποκεντρική ευχαριστία. Τότε (πρώτοι αιώνες) ταυτίζεται η εν τόπω εκκλησία -σύναξη των πιστών- («κατ’ οίκον» εκκλησία) με την Ενορία. Η ίδια ενότητα όμως θα εξασφαλίζεται και αργότερα με την εμφάνιση της Ενο­ρίας (τέλη β’ αι.), που θα είναι μεν πρεσβυτεροκεντρική, αλλά θα τελεί σε αδιάσπαστο σύνδεσμο με τον ε­πίσκοπο, ώστε δεν θα χάσει την επισκοποκεντρικότητά της και με αυτό τον τρόπο και την Χριστοκεντρικότητά της.

Ενώ ο κόσμος αγωνίζεται τον σισύφειο αγώνα να συμπήξει τις κοινωνίες του, εμείς οι Χρι­στιανοί αγωνιζόμεθα, όπως όλοι οι άγιοί μας, να εντα­χθούμε στην «ητοιμασμένην ημίν βασιλείαν από κα­ταβολής κόσμου» (Ματθ. 25, 34), στην χάρη και κοι­νωνία του σώματος του Χριστού. Όλος ο αγώνας μας σ’ αυτό εστιάζεται: στην ορθή και πλήρη («ολοτελή», Α’ Θεσσ. 5, 23) ένταξή μας στην εν Χριστώ κοινωνία

Η διαμόρφωση της ενοριακής - εκκλησιαστι­κής ζωής ήδη κατά την αποστολική εποχή έλαβε τον χαρακτήρα μιας πλήρους Θεοκρατίας - Χριστοκρατίας. Βέβαια θα πρέπει να διευκρινισθεί, ότι ο θεοκρα­τικός χαρακτήρας της εκκλησιαστικής ζωής δεν (μπορεί να) έχει τίποτε το κοινό με τον παπισμό ή την μουσουλμανική «θεοκρατία». Γιατί δεν είναι ποτέ κληρικοκρατία και φεουδαρχική ανθρωποκρατία, αλλά Χριστοκρατία

Έτσι, μπορεί να κατανοηθεί σαφώς και η θέση των Κληρικών στο εκκλησιαστικό σώμα. Ο Ε­πίσκοπος, παρά την θεμελιακή και αμετάθετη θέση του στην ευχαριστιακή σύναξη και την ζωή της (το­πικής) Εκκλησίας, δεν είναι καθόλου «αντικαταστά­της» και «αντιπρόσωπος» του Χριστού, σαν να αναπληρούσε τον απόντα Χριστόν (παπισμός), αλλά στο πρόσωπό του γίνεται φανερός αισθητά ο πάντοτε «αοράτως ημίν συνών» (παρών) Χριστός.

Σ’ άλλο δε σημείο, αναφερόμενος ο ίδιος στην «ανθρωπίνην διαίρεσιν» των μελών της Εκκλησίας σε «πρόβατα και ποιμένας» παρατηρεί: «… πρόβατα και ποιμένες προς την ανθρωπίνην εισί διαίρεσιν, προς δε τον Χριστόν πάντες πρόβατα. και γαρ οι ποιμαίνοντες και οι ποιμαινόμενοι υφ’ ενός, του άνω ποιμένος, ποιμαίνονται» (Ε.Π. 52, 784). Η ενότητα του σώματος δεν επιτρέπει κοσμικές διαφοροποιήσεις σε άρχοντες και αρχομένους. «Ουκ αρχόντων τύφος (έπαρση) εστίν ενταύθα (στην Εκκλησία), ουδέ αρ­χομένων δουλοπρέπεια, αλλ’ αρχή πνευματική, τούτω μάλιστα πλεονεκτούσα, τω το πλέον των πόνων… ου τω τας τιμάς πλείους αναζητείν» (Ε.Π. 61, 427/8). Την διαφορά μεταξύ κληρικών και λαϊκών εντοπίζει ο ι. Χρυσόστομος στον μεγαλύτερο κόπο και μόχθο και ό­χι σε υπεροχικές εξάρσεις

Η θεοκεντρική αυτή οργάνωση της εκκλησιαστι­κής ζωής επιτρέπει να καταλάβουμε, γιατί δεν μπορεί να υπάρχουν στην Εκκλησία αξιώματα και εξουσίες, κατά την κοσμική έννοια, παρά μόνο λειτουργήματα και διακονίες. Κάθε διακονία μάλιστα απορρέει από το Χριστό και είναι διακονία του σώματός Του. Ένας είναι ο Χριστός, αλλά πολλές οι διακονίες του σώμα­τός Του.

Ενώ στις αιρέσεις, που εκκοσμικεύουν την εκκλησιαστική ζωή, αλλοτριώνοντάς την, οι θεσμοί και τα αξιώματα έχουν πρωταρχική σημασία, στην Εκκλησία, εκείνο που βαρύνει περισσότερο, είναι ο φορέας του θείου χαρίσματος, το ανθρώπινο πρόσωπο. Δεν μπορούν να υπάρχουν εκκλησιαστικά λειτουργήματα και διακονίες χωρίς τους φορείς των πνευματικών χαρισμάτων. Αρκεί να φέρουμε σαν παράδειγμα τον θεμελιακό εκκλησιαστικό θεσμό της συνόδου, που όχι σπάνια νοείται και από μας, τους ορθοδόξους, κοσμικά και νομικά. Καμιά σύνοδος, και μάλιστα οικουμενική, δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς θεοφόρους, δηλαδή φωτισμένους από το Άγιο Πνεύμα, Πατέρας. Προϋπόθεση, για να είναι ο Χριστός ενεργά παρών σε μια σύνοδο, είναι να υπάρχει ο Χριστός εν Πνεύματι μέσα στην καρδιά των συγκροτούντων την σύνοδο. Σ’ αυτό διαφέρουν οι αυθεντικές από τις μη γνήσιες συνόδους. Μόνο αν ο Χριστός είναι «εν ημίν», ενεργεί και «εν μέσω ημών» και «δι’ ημών». Μπορεί να υπάρξει σύναξη ανθρώπων, που χρησιμοποιεί την Γραφή και την έρευνα (ως λ.χ. οι διάφοροι αιρετικοί), αλλά να μην έχει Χριστό. Γιατί δεν υπάρχει ο Χριστός μέσα στις καρδιές των αιρετικών, παρά μόνο στα χείλη τους (πρβλ. Ματθ. 15, 8).

Με βάση τα παραπάνω μπορούμε να καταλά­βουμε, ότι ο κληρικός, μολονότι ταγμένος να «ποι­μαίνει τα πρόβατα» του Χριστού (Ιωάν. 21, 16), δεν είναι «άρχοντας» και «εξουσιαστής», αλλά φορέας λειτουργικού χαρίσματος, το οποίο καλείται να ενεργοποιεί σε διακονία ποιμαντική για την εν Χριστώ αύξηση του ποιμνίου του. Αν μάλιστα λάβουμε υπό­ψη, ότι τα «πρόβατα» είναι λογικά, και έχουν συνε­πώς την δική τους προσωπικότητα και κρίση, και ότι δεν είναι του κληρικού, αλλά του Χριστού πρόβατα, όπως και ο κληρικός, τότε αντιλαμβανόμασθε πόσο α­πέχει η διακονία του από την κοσμική αντίληψη περί εξουσίας.

Πράγματι, μέσα στην πατερική παράδοση, την ο­ποία ανάγλυφα παρουσιάζει στην παραπάνω μελέτη του ο αείμνηστος Καθηγ. Ι. Καρμίρης, δεν γίνεται καμιά «ταξική» διάκριση Κλήρου και Λαϊκών, αφού όλα τα μέλη επιτελούν την λειτουργία τους και διακονία τους μέσα στο σώμα. Άλλωστε και ο όρος «λαϊ­κός», παραγόμενος από το «λαός», σημαίνει κυρίως τον ανήκοντα στον «λαό του Θεού», στο εκκλησια­στικό σώμα, το οποίο περιλαμβάνει όλα τα μέλη, κλη­ρικούς και λαϊκούς, μαζί χωρίς ταξική διάκριση. Ο λαϊκός είναι αυτός, που δεν έχει την «ειδική ιερωσύνη» του κληρικού. Η μόνη επιτρεπτή διάκριση μετα­ξύ τους είναι στην επιτελούμενη διακονία και όχι στην «ταξική» διαφοροποίησή τους. Η αρμονική αυ­τή λειτουργία όλου του σώματος συνιστά τον εκκλησιαστικό οργανισμό, όπως τούτο μαρτυρείται στην Α’ Κλήμεντος († 95 μ.Χ.): «… Τω γαρ αρχιερεί ίδιαι λειτουργίαι δεδομέναι εισίν, και τοις ιερεύσιν ίδιος ο τό­πος προστέτακται, και λευίταις ίδιαι διακονίαι επί­κεινται. ο λαϊκός άνθρωπος τοις λαϊκοίς προστάγμασιν δέδεται» (40, 5).

Σχολιασμός


01: 2020-05-31 03:14:20

Σχόλιο στο Facebook: 10222977936705419_10222978303834597 Διαβάζοντας κανείς τα παραπάνω αποσπάσματα συνειδητοποιεί την σύγχυση που υπάρχει στους κόλπους της Εκκλησίας αναφορικά με την διάκριση της επιτελουμένης διακονίας και την ενέργεια του Αγ. Πνεύματος στην ενεργοποίηση των χαρισμάτων των μελών της.

02: 2020-05-31 03:32:32

Σχόλιο στο Facebook: 10222977936705419_10222978409797246 Ορισμένες κραυγαλέες παρεξηγήσεις, ο επίσκοπος ως αντιπρόσωπος του Χριστού, ο επίσκοπος ως ανώτερος την τάξη από τους απλούς ιερείς, σύνοδος που αποφασίζει χωρίς την επενέργεια του Αγ. Πνεύματος, ποιμένες που να οικιοποιούνται τα πρόβατα του Χριστού, κληρικοί και λαϊκοί με αξιώματα (οφφίκια), πιστοί παρακολουθούντες αλλά όχι συνεπιτελούντες, συμπροσευχόμενοι ή συμπροσφέροντες, εκκλησιαστικοί άρχοντες που διοικούν αρχομένους. Ο κατάλογος είναι μεγάλος και αυτό γιατί η Εκκλησία στις μέρες μας πάσχει από το πνεύμα της εκκοσμίκευσης και υστερεί στον φωτισμό του Αγ. Πνεύματος