Τα πρόβατα και ο λύκος στο μανδρί
Πονάω που εσύ σωπαίνεις, και δέχεσαι αμίλητος να σου φοράνε ακάνθινο στεφάνι στα μαλιά. Γιατί το κάνεις ; Κουράστηκες πια και να μιλάς ;
Τα αυτιά σου δεν αντέχουνε να ακούνε πια τον βόμβο από τις μύγες που βρωμίζουν τα ιερά ; Γινήκαμε δεκαοχτώ χωριά, πατάξαν τον ποιμένα, σκορπίσαμε σαν πρόβατα στα χειμαδιά.
Και ήρθαν οι άλλοι ωσάν οι λύκοι, την στάνη αρπάξαν, το γάλα πήραν απ’τα μωρά παιδιά. Ήταν και κάποιοι άλλοι παραπέρα, και είπαν καλά να πάθει, του άξιζε μάθημα γερό. Ύστερα όμως και αυτοί με τη σειρά τους πήραν το ίδιο μάθημα διπλό.
Υπάρχουν όμως και αυτοί που αντί του να σωπαίνουν, μια θέση παίρνουν σε σειρά, στρατιωτάκια κουρδιστά, καμαρωτά. Και εκεί από την ψηλή τους θέση, οι άρχοντες του τόπου, οι προύχοντες, και οι “σεβαστοί ποιμένες” για το καλό μας συμβουλεύουν πάντα αυτοί.
Ειρήνη πάσι, υπνώσατε και ύστερα ξυπνήστε, θα τάχουμε όλα ετοιμάσει. Εσείς απλά ακολουθήστε, μουλωχτά και σιωπηλά, γιατί το πνεύμα της νέας εποχής αυτό προστάζει όλα να γίνονται στα μυστικά !