Σημειώσεις

Τόν τελευταῖο καιρό μέ ἀφορμή τό Οὐκρανικό ζήτημα γράφηκαν πολλά, θετικά καί ἀρνητικά, ἀπό ὅποια πλευρά καί ἄν τό ἐξετάση κανείς, κυρίως ἔγινε ἰσχυρότατη κριτική στό Οἰκουμε­νικό Πατριαρχεῖο.

Μέ τήν εὐκαιρία αὐτή χρειάσθηκε νά γράψω κάποια ἄρθρα, γιά νά ἐξηγήσω μερικές πτυχές τοῦ ὅλου θέματος, χωρίς νά τό ἐξαντλῶ, κυρίως ὅτι τό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι οὔτε παπικό οὔτε προτεσταντικό-συνομοσπονδία, ἀλλά εἶναι συνοδικό καί συγχρόνως ἱεραρχικό.

Οἱ πρῶτες Ἐκκλησίες

Οἱ πρῶτες χριστιανικές κοινότητες διαμορφώθηκαν βάσει τῶν συναγωγῶν τῶν Ἰουδαίων τῆς διασπορᾶς, καί ἔτσι εἶχαν μιά αὐτοτέλεια, ἀλλά «διατηροῦσαν κάποια ἰδιαίτερη ἀναφορά πρός τήν μητρική κοινότητα τῶν Ἱεροσολύμων». Βάση καί σημεῖο συνδέσεως τῶν πιστῶν «ὅπως ἐπίσης καί τό κέντρο, γύρω ἀπό τό ὁποῖο ἀναπτύχθηκε ἡ ζωή καί ἡ ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας», ἦταν ἡ εὐχαριστιακή λατρεία.

Οἱ πρῶτες Ἐκκλησίες εἶχαν ἱδρυθῆ ἀπό τούς Ἀποστόλους, οἱ ὁποῖοι ἦταν οἱ πραγματικοί χαρισματικοί ἡγέτες τους. Ἀλλά λόγῳ τῶν διαρκῶν μετακινήσεών τους, τοποθετοῦσαν μονίμους λειτουργούς. Ὅταν ὅμως ἔφυγαν οἱ Ἀπόστολοι, δηλαδή ὅταν ἀπέθαναν, τότε αὐτοί οἱ μόνιμοι λειτουργοί κατέλαβαν τήν θέση τῶν Ἀποστόλων καί περιορίστηκε ὁ θεσμός τῶν προφητῶν καί τῶν χαρισματούχων. Σέ αὐτό ἀναφέρεται ἡ διδαχή τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων: «Χειροτονήσατε οὖν ἑαυτοῖς ἐπισκόπους καί διακόνους… ὑμῖν γάρ λειτουργοῦσι καί αὐτοί τήν λειτουργίαν τῶν προφητῶν καί διδασκάλων. Μή οὖν ὑπερίδητε αὐτούς· αὐτοί γάρ εἰσίν οἱ τετιμημένοι ὑμῶν μετά τῶν προφητῶν καί διδασκάλων».

Ἔτσι, «οἱ Ἐπίσκοποι, πού βρίσκονταν μέσα στίς ἴδιες πολιτικές ἐπαρχίες γιά νά ἀντιμετωπίσουν προβλήματα κοινοῦ ἐνδιαφέροντος, σχημάτιζαν εὐρύτερες ἐκκλησιαστικές ἑνότητες, τίς Μητροπόλεις. Ἐπικεφαλῆς στίς Μητροπόλεις ἦταν οἱ Ἐπίσκοποι πού βρίσκονταν στίς πρωτεύουσες τῶν Ἐπαρχιῶν καί ὀνομάστηκαν Μητροπολίτες.

Γιά τόν ἴδιο λόγο καί οἱ Μητροπολίτες πού βρίσκονταν σέ ἑνιαῖες γεωγραφικές ἤ διοικητικές ἑνότητες σχημάτιζαν τά Πατριαρχεῖα ἤ τίς αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες μέ ἐπικεφαλῆς τούς Μητροπολίτες τῶν μεγαλυτέρων ἤ σημαντικοτέρων πόλεων πού ὀνομάστηκαν ἀντίστοιχα Πατριάρχες ἤ Ἀρχιεπίσκοποι».

Φαίνεται, λοιπόν, ἀπό αὐτήν τήν ἀνάλυση ὅτι στήν ἀρχική της μορφή ἡ Ἐκκλησία ἦταν συνδεδεμένη μέ τήν θεία Εὐχαριστία, πού ἦταν ἡ βάση της καί βέβαια ὑπῆρχε μιά χαρισματική διάρθρωση κατά τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Καί οὕς μέν ἔθετο ὁ Θεός ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, ἔπειτα δυνάμεις, εἶτα χαρίσματα ἰαμάτων, ἀντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσῶν» (Α’, Κορ. ιβ’, 28).

Αὐτό σημαίνει ὅτι, προηγοῦνται οἱ Ἀπόστολοι, ἀκολουθοῦν οἱ Προφῆτες, οἱ διδάσκαλοι, ὕστερα οἱ χαρισματοῦχοι, οἱ κυβερνήσεις καί τά χαρίσματα γλωσσολαλιᾶς. Ὅμως μετά τήν ἀπομάκρυνση τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, οἱ Ἐπίσκοποι προηγήθηκαν τῶν Προφητῶν καί αὐτοί παρέμειναν εἰς τύπον καί τόπον τοῦ Χριστοῦ, διάδοχοι τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ἀκριβῶς γιατί αὐτοί τελοῦσαν τήν θεία Εὐχαριστία, πού ἦταν τό κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.

Στήν συνέχεια ἀναπτύχθηκε τό Μητροπολιτικό σύστημα, πού εἶχε ὡς «Πρῶτον» τόν Ἐπίσκοπο τῆς ἕδρας τῆς πολιτικῆς διοικήσεως μιᾶς ἐπαρχίας, ὁ ὁποῖος ὀνομάστηκε Μητροπολίτης, καί ἀργότερα ἀναπτύχθηκε τό Πατριαρχικό σύστημα, ὅταν ὁ Μητροπολίτης μιᾶς μεγάλης πόλεως ὀνομάστηκε Πατριάρχης καί ἦταν ὁ «Πρῶτος» τῶν Μητροπολιτῶν τῆς ἐπαρχίας ἐκείνης.

Τό Αὐτοκέφαλο τῆς Ἐκκλησίας

Ὁ ὅρος Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία εἰσήχθη μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου, ὄχι μέ τήν ἔννοια ὅτι ἀποτελεῖ μιά ἀνεξάρτητη Ἐκκλησία πού δέν ἔχει σχέση μέ τήν καθόλου Ἐκκλησία, ἀλλά μέ τήν ἔννοια ὅτι ἀποτελεῖ μιά ἑνιαία ἐκκλησιαστική διοίκηση πού καθορίζει τά τῆς ἐκλογῆς, χειροτονίας καί δίκης τῶν Ἐπισκόπων καί ρυθμίζει ὅλα τά ἐκκλησιαστικά θέματα τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἔχει ὁπωσδήποτε σύνδεσμο μέ ὅλη τήν Ἐκκλησία, ἰδιαιτέρως μέ τήν Μητέρα τῶν Ἐκκλησιῶν, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.

Ἀπό διάφορες μελέτες γνωρίζουμε ὅτι ὁ ὅρος «Αὐτοκέφαλο» ἐμφανίστηκε ἀρχικά συνδεδεμένος μέ τόν τίτλο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, ὁ ὁποῖος βέβαια Ἀρχιεπίσκοπος δέν εἶχε τότε τήν ἔννοια τοῦ ἀρχηγοῦ μιᾶς Τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἦταν ὁ Ἐπίσκοπος ὁ ὁποῖος εἶχε ἐξάρτηση καί ἀναφορά (ἀπό, καί) στόν Πατριάρχη καί ὄχι στόν Μητροπολίτη τῆς Ἐπαρχίας. Ἔτσι, ὁ «αὐτοκέφαλος Ἀρχιεπίσκοπος» ἐξαρτόταν ἀπό τόν Πατριάρχη, ἀπό τόν ὁποῖο λάμβανε τήν χειροτονία καί βέβαια τόν μνημόνευε κατά τίς ἱερές Ἀκολουθίες.

Ἀναλύοντας τούς παράγοντες πού συνετέλεσαν στό Αὐτοκέφαλο τῶν Ἐκκλησιῶν, τό ὁποῖο Αὐτοκέφαλο λειτουργοῦσε ὡς αὐτοδιοίκητο χωρίς ὅμως νά διακόπτεται ἡ σχέση τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας μέ τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη, ὁ Καθηγητής Τρεμπέλας παρατηρεῖ ὅτι σημαντικό ρόλο γιά τήν Αὐτοκεφαλία διαδραμάτισε ἡ ἀρχή «τῆς αὐτοδιαθέσεως τῶν λαῶν» καί «λαμβάνεται ὑπ᾿ ὄψει σοβαρῶς ἡ δεδηλωμένη γνώμη τῶν πληρωμάτων», δηλαδή τῶν λαῶν.

Μέσα στήν ἐκκλησιαστική παράδοση ὑπάρχει πλούσια ἀναφορά στήν ὕπαρξη τῆς Πενταρχίας, πού συγκροτεῖ τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης θεωροῦσε ὅτι ὅλοι οἱ Πατριάρχες ἀποτελοῦσαν «τό πεντακόρυφον Κράτος τῆς Ἐκκλησίας» ἤ τό «πεντακόρυφον σῶμα τῆς Ἐκκλησίας» ἤ τό «πεντακόρυφον ἐκκλησιαστικόν σῶμα». Καί ὁ Θεόδωρος Βαλσαμών παραλληλίζει τήν ὕπαρξη τῆς Πενταρχίας μέ τίς πέντε αἰσθήσεις στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Δηλαδή, οἱ πέντε Πατριάρχες «ὡς αἰσθήσεις πέντε μιᾶς κεφαλῆς ἀριθμούμεναι καί μή μεριζόμεναι, παρά τῷ χριστωνύμῳ λαῷ λογιζόμενοι ἰσοτιμίαν ἐν ἅπασιν ἔχουσι, καί κάραι τῶν κατά πᾶσαν τήν οἰκουμένην ἁγίων Ἐκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ δικαίως καλούμενοι, διαφοράν ἀνθρωπίνην οὐ πάσχουσιν».

Ὁ Καθηγητής Βλάσιος Φειδᾶς σέ δύο ἐξαίρετες μελέτες του, μέ τίτλο «Ὁ θεσμός τῆς πενταρχίας τῶν Πατριαρχῶν» (1ος καί 2ος τόμος), ἀναφέρεται διεξοδικά στό πῶς διαμορφώθηκαν οἱ Τοπικές Ἐκκλησίες, τό Μητροπολιτικό σύστημα καί στήν συνέχεια τό ὑπερμητροπολιτικό σύστημα διοικήσεως, ἡ ὑπερεξαρχική αὐθεντία μέ κατάληξη τό Πατριαρχικό σύστημα καί βεβαίως τήν ἀνάπτυξη τοῦ θεσμοῦ τῆς Πενταρχίας.

Ὅπως ἀναλύει, στούς πρώτους αἰῶνες τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ἀπονέμονταν «πρεσβεῖα τιμῆς» σέ μιά ἐκκλησία, τά ὁποῖα πρεσβεῖα εἶχαν ἄμεση ἀναφορά στήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας «ἐν τῇ ἀποστολικῇ Ὀρθοδοξίᾳ, τῇ θείᾳ Εὐχαριστίᾳ καί τῇ ἀγάπῃ» καί ἦταν ἀπαλλαγμένη ἀπό κάθε ἔννοια διοικητικῆς δικαιοδοσίας. Τά «πρεσβεῖα τιμῆς» συνδέονταν μέ τήν μαρτυρία τῆς πίστεως τῆς Μητρός Ἐκκλησίας, τήν ἀποστολικότητα τῶν Θρόνων, τήν πολιτική σπουδαιότητα τῶν πόλεων, τήν ἱεραποστολική δραστηριότητα καί τό ἐκκλησιαστικό κύρος.

Αὐτό σημαίνει ὅτι, ὅπως στό Μητροπολιτικό σύστημα ἡ αὐθεντία τοῦ Μητροπολίτου συνδέθηκε μέ τήν ἐπαρχιακή Σύνοδο, ἔτσι καί στό ὑπερμητροπολιτικό σύστημα ἡ αὐθεντία τῶν ἐπισημοτάτων θρόνων Ρώμης, Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων συνδέθηκε μέ τίς ὑπ᾿ αὐτούς Πατριαρχικές Συνόδους, πού συγκροτοῦνταν ἀπό Μητροπολίτες καί Ἐπισκόπους κάθε ἐκκλησιαστικῆς περιφέρειας. Ἔτσι, ἡ μητροπολιτική ἐπαρχιακή σύνοδος ἐξέλεγε τούς Ἐπισκόπους καί τόν οἰκεῖο Μητροπολίτη, ἀλλά ὁ ἐκλεγείς Μητροπολίτης χειροτονοῦνταν ἀπό τόν οἰκεῖο Ἀρχιεπίσκοπο - Πατριάρχη ἤ τόν ἀντιπρόσωπό του.

Μόνον θά πρέπη νά τονισθῆ ὅτι ἡ Ἐκκλησία καθοδηγούμενη ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό ὁποῖο φώτισε τούς θεούμενους Πατέρες, συγκροτήθηκε μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου σ᾿ ἕνα σύστημα ἀλληλεξαρτήσεως καί ὄχι ἀνεξαρτητο­ποιήσεως γιά νά ἐξυπηρετῆται ἡ ἑνότητά της ὡς Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί ἡ σωτηρία τῶν Χριστιανῶν.